- καθάρσεις
- κάθαρσιςcleansingfem nom/voc pl (attic epic)κάθαρσιςcleansingfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
МАГИЯ — • Magia, magica ars, чародейство. M. и религия имеют одну почву; и та и другая прежде всего основываются на той зависимости, в которой находится человек от окружающей его природы, наполненной неосязательными духами. Если человек… … Реальный словарь классических древностей
MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere … Hofmann J. Lexicon universale
άδυτο — Ονομασία κατά την αρχαιότητα των καθαγιασμένων τόπων όπου απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε εκτός από τους ιερείς και, σε μερικές περιπτώσεις και σε αυτούς ακόμα. Τo ά. μπορούσε να είναι ναός ή μέρος ναού (δωμάτιο πίσω από τον σηκό) ή… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
Κουμουνδούρου, λίμνη — Μικρή λίμνη (0,6 τ. χλμ.) της Αττικής, μετά το Δαφνί, στον δρόμο προς την Ελευσίνα. Τη σημερινή ονομασία της οφείλει στο γειτονικό με αυτήν κτήμα, που παλαιότερα ανήκε στον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Ρειτοί, από την… … Dictionary of Greek
Ματίς, Aνρί Εμίλ Μπενουά — (Henri Emile Benoit Matisse, Καμπρεζί 1869 – Νις 1954). Γάλλος ζωγράφος. Ξεκίνησε σπουδές νομικής, κατά τη διάρκεια των οποίων έπαθε σκωληκοειδίτιδα. Την περίοδο της ανάρρωσής του άρχισε να ζωγραφίζει, γεγονός το οποίο τον ώθησε να εγκαταλείψει… … Dictionary of Greek